- πολύιππος
- πολύ-ιππος: rich in horses, Il. 13.171†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολύιππος — πολύϊππος , πολύιππος rich in horses masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύϊππος — ον, Α αυτός που έχει πολλά άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ ιππος)] … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
πολυϊππία — ἡ, Α [πολύϊππος] αφθονία αλόγων … Dictionary of Greek
πολυίππου — πολυΐππου , πολύιππος rich in horses masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυίππους — πολυΐππους , πολύιππος rich in horses masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυίππων — πολυΐππων , πολύιππος rich in horses masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυίππῳ — πολυΐππῳ , πολύιππος rich in horses masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)